τορπίλα

τορπίλα
τορπίλα, η και τορπίλη, η
(λ. γαλλ.)
1. υποβρύχιο εκρηχτικό μηχάνημα που εκτοξεύεται και ανατινάζει ό,τι χτυπήσει (πλοίο κτλ.).
2. υποβρύχια νάρκη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τορπίλ(λ)η — και τορπίλα, η, Ν 1. (στρ. ναυτ.) α) (παλαιότερα) κάθε είδους συσκευή προοριζόμενη να προκαλεί υποβρύχια έκρηξη (α. «σταθερές τορπίλες» β. «ρυμουλκούμενες τορπίλες») β) (σήμερα) αυτοπροωθούμενο υποβρύχιο σκάφος έμφορτο με εκρηκτική ύλη που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”